- οἰνοχόου
- οἰνόχοοςcupbearermasc gen sgοἰνοχόοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μήδιος — Μακεδόνας ευγενής. Γιος του Οξυθεμίδη, καταγόταν από τη Λάρισα και ήταν στενός φίλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, κυρίως μετά τον θάνατο του Ηφαιστίωνα. Επειδή ήταν παρών στα τελευταία δείπνα, πριν από τον θάνατό του, υπάρχει η υποψία ότι τον… … Dictionary of Greek
ήβη — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν κόρη του Δία και της Ήρας. Σύμφωνα με τον μύθο, οι Αθάνατοι την πάντρεψαν με τον Ηρακλή μετά την αποθέωσή του. Προσωποποίηση της νεότητας, είχε τα καθήκοντα της οινοχόου των θεών και ιδιαίτερης θεραπαινίδας της Ήρας … Dictionary of Greek
μήδιος — Μακεδόνας ευγενής. Γιος του Οξυθεμίδη, καταγόταν από τη Λάρισα και ήταν στενός φίλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, κυρίως μετά τον θάνατο του Ηφαιστίωνα. Επειδή ήταν παρών στα τελευταία δείπνα, πριν από τον θάνατό του, υπάρχει η υποψία ότι τον… … Dictionary of Greek
παροινοχόος — ὁ, Μ ο υπηρέτης ή βοηθός τού οινοχόου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + οἰνοχόος] … Dictionary of Greek